μετεκλογικός

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονική περίοδο που ακολουθεί μετά τις εκλογές («τώρα διανύουμε μετεκλογική περίοδο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εκλογικός (< εκλέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στην εφημερίδα Άστυ].