μετενσωματώνω
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
(Α μετενσωματῶ, -όω)
1. μετενσαρκώνω, μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐνσωματῶ «δίνω σώμα»].