μετενσωματώνω

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

(Α μετενσωματῶ, -όω)
1. μετενσαρκώνω, μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐνσωματῶ «δίνω σώμα»].