μετεώρως

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

French (Bailly abrégé)

adv.
en suspens;
Cp. μετεωροτέρως.
Étymologie: μετέωρος.

Greek Monolingual

μετεώρως (Α)
βλ. μετέωρος.

Russian (Dvoretsky)

μετεώρως: шатко, неустойчиво: μ. ἔχειν Plat., Plut. быть колеблющимся, колебаться.