μετρολόγος

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ασχολείται με τα μέτρα και τα σταθμά
2. συγγραφέας μετρολογικών πραγματειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].