μετωποσκοπία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η μετωποσκόπος
η τέχνη της διάγνωσης του χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά της έκφρασης του προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία.