μετωποσκόπος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσκόπος Medium diacritics: μετωποσκόπος Low diacritics: μετωποσκόπος Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: metōposkópos Transliteration B: metōposkopos Transliteration C: metoposkopos Beta Code: metwposko/pos

English (LSJ)

μετωποσκόπον, observing the forehead, judging of men by their foreheads, Plin.HN35.88, Suet.Tit.2.

German (Pape)

[Seite 164] stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.

Russian (Dvoretsky)

μετωποσκόπος: рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσκόπος: -ον, ὁ μαντευόμενος διὰ τῶν ῥυτίδων τοῦ μετώπου, Κλήμ. Ἀλ. 261, πρβλ. Πλίν. 33, 11, Sueton. Tit. 2.

Greek Monolingual

ο (Α μετωποσκόπος)
αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου και τών ρυτίδων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωροσκόπος, ονειροσκόπος].