τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
μετῆλθον: αόρ. βʹ του μετέρχομαι.
μετῆλθον: aor. 2 к μετέρχομαι.