μετῆλθον

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monotonic

μετῆλθον: αόρ. βʹ του μετέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μετῆλθον: aor. 2 к μετέρχομαι.