μηνιώ

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

μηνιῶ, -άω (Α)
μηνίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μηνίω, κατά τα συνηρημένα ρήματα].