μητράνανδρος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μητράνανδρος: ἡ, ἐπὶ τῆς παρθένου Μαρίας, ἡ ἄνευ ἀνδρὸς μήτηρ γενομένη, Κ. Μανασσ. Χρον. 4086, κλ.

Greek Monolingual

μητράνανδρος, ἡ (Μ)
(για την Παρθένο Μαρία) αυτή που έχει γίνει μητέρα χωρίς να έλθει σε επαφή με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτηρ, μητρός + ἄν-ανδρος].