μητροτοπικός
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
-ή, -ό
(κοινων.-ανθρωπολ.) όρος ο οποίος αναφέρεται σε τόπο εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζευγάρι νεονύμφων και σύμφωνα με τον οποίο ο σύζυγος ή, σπάνια, ο αρραβωνιαστικός έρχεται να ζήσει με ή κοντά στην οικογένεια της συζύγου του.