μητρωσμός

From LSJ

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, s. μητρῳασμός.

Greek Monolingual

μητρῳσμός, δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) μητρώζω
η εορτή προς τιμήν της Κυβέλης.