ορνιθόπαις
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ὀρνιθόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Σειρήνος) γεννημένη από πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + παῖς.