μηχανοπλοκώ

Greek Monolingual

μηχανοπλοκῶ, -έω (Μ)
εφευρίσκω δόλους, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -πλοκῶ (< -πλόκος)].