δολοπλοκώ

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

(AM δολοπλοκῶ, -έω) δολοπλόκος
πλέκω δόλους, εξυφαίνω δόλια σχέδια.