μηχανοφόρος

English (LSJ)

μηχανοφόρον, for conveying military machines, ἅμαξαι, νῆες, Plu.Ant.38, Arr.An.2.22.6.

German (Pape)

[Seite 181] Maschinen tragend, Plut. Anton. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou sert à porter des machines.
Étymologie: μηχανή, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοφόρος: несущий (везущий) машину (ἅμαξα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοφόρος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς μετακόμισιν πολεμικῶν μηχανῶν, Πλουτ. Ἀντών. 38.

Greek Monolingual

μηχανοφόρος, -ον (Α)
(για άμαξες) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στρατιωτικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -φόρος].

Greek Monotonic

μηχᾰνοφόρος: -ον, μεταφορέας σε πολεμικές, στρατιωτικές μηχανές, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μηχᾰνο-φόρος, ον
conveying military machines, Plut.