military
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. πολεμικός, Ar. and P. στρατιωτικός.
military matters: P. τὰ πολεμικά, τὰ στρατιωτικά.
be of military age: P. ἐν τῇ ἡλικίᾳ εἶναι.
military age: P. στρατιωτική ἡλικία, ἡ (Xen.), στρατεύσιμος ἡλικία, ἡ (Xen.).