μιγαδικός

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μιγαδικός, -ή, -όν) μιγάς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μιγάδα ή που προέρχεται από μιγάδα, ο ανάμικτος
νεοελλ.
φρ. «μιγαδικός αριθμός»
μαθημ. αριθμός που αποτελείται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, δηλαδή έχει τη μορφή a+βi, όπου α, β είναι πραγματικοί αριθμοί και i2= -1.