μιγαδικός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μιγαδικός, -ή, -όν) μιγάς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μιγάδα ή που προέρχεται από μιγάδα, ο ανάμικτος
νεοελλ.
φρ. «μιγαδικός αριθμός»
μαθημ. αριθμός που αποτελείται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, δηλαδή έχει τη μορφή a+βi, όπου α, β είναι πραγματικοί αριθμοί και i2= -1.