μικρομύκητας

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

ο
συν. στον πληθ. οι μικρομύκητες
μύκητες μικρών διαστάσεων που είναι αντικείμενο μελέτης μόνο με το μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς.