μικροπύλη

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

η
1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο του ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου της οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και το γονιμοποιούν
2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή της σπερματικής βλάστης.