πόλο

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. είδος παιχνιδιού που παίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες από έφιππους παίκτες με μακριές εύκαμπτες ξύλινες ράβδους, οι οποίοι προσπαθούν να στείλουν μια ξύλινη μπάλα μέσα στην εστία της αντίπαλης ομάδας
2. φρ. «γουότερ πόλο» — η υδατοσφαίριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polo].