μισέργατος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

μισέργατος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί την εργασία, μίσεργος, τεμπέλης, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἐργάτης.