μισηστής

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.