διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
μισθαποληψία, ἡ (Α)το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -αποληψία (< -απόληπτος < ἀπολαμβάνω)].