μισθαποληψία

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

μισθαποληψία, ἡ (Α)
το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -αποληψία (< -απόληπτος < ἀπολαμβάνω)].