μισθαποληψία

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

μισθαποληψία, ἡ (Α)
το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -αποληψία (< -απόληπτος < ἀπολαμβάνω)].