μισιεραρχία
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek (Liddell-Scott)
μισιεραρχία: ἡ, μισητὴ ἱεραρχία, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 299Β.
Greek Monolingual
μισιεραρχία, ἡ (Μ)
μισητή ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἱεραρχία.