μισιεραρχία

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek (Liddell-Scott)

μισιεραρχία: ἡ, μισητὴ ἱεραρχία, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 299Β.

Greek Monolingual

μισιεραρχία, ἡ (Μ)
μισητή ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἱεραρχία.