ἱεραρχία

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, das Amt des Vorigen, Dionys. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεραρχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἀρχὴ τοῦ ἱεράρχου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Ψευδο-Διον. 121Α, Β, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεραρχία) ιεράρχης
νεοελλ.
1. η σχέση, η κλίμακα μεταξύ τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα
2. η ταξινόμηση εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με άλλο αξιολογικό κριτήριο
(νεοελλ.-μσν.)
1. το σύνολο τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης της Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας
2. η σχέση μεταξύ τών βαθμών της ιερωσύνης
μσν.
1. το αξίωμα του αρχιερέα στην ιουδαϊκή θρησκεία
2. φρ. «τρεῖς ἱεραρχίες» — σώματα αγγελικών δυνάμεων που αποτελούνται από χερουβείμ, σεραφείμ και θρόνους
μσν.-αρχ.
το αξίωμα του επισκόπου.