μισομαθής

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek (Liddell-Scott)

μῑσομαθής: -ές, ὁ μισῶν τὴν μάθησιν, Βασίλ. Γραμμ. σ. 33.

Greek Monolingual

μισομαθής, -ές (Μ)
αυτός που μισεί τη μάθηση, τη μόρφωση, την παιδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -μαθής (< μανθάνω)].