μισος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
German (Pape)
[Seite 192] τό, Haß, Feindschaft; δικάζεις φυγὴν ἐμοὶ καὶ μῖσος ἀστῶν, Aesch. Ag. 1387; τὸν σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος ἐμβεβληκότα, Soph. O. C. 1394; τὸ Τροίας μῖσος ἀναφέρων πατρί, Eur. Or. 432. Auch der verhaßte Gegenstand, der Abscheu einflößt; Aesch. Ag. 1385; Soph. Phil. 979 Ant. 756; Eur. Med. 1323; Thuc. 1, 103. Μ, ἔχειν τινός, Jem. hassen, 4, 128; μῖσος ἔχειν πρός τινος, gehaßt werden von Einem, Plat. Legg. III, 691 d; καὶ ἔχθραι, XI, 935 a; μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, Rep. I, 351 d; Folgde, ἐν μίσει εἶναι, Pol. 7, 3, 2; auch μῖσος ἔχειν παρά τινος, Luc. adv. ind. 16.