μισόβρωμος

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295

Greek Monolingual

μισόβρωμος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τη λαιμαργία, την απληστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -βρωμος (< βρῶμος < βιβρώσκω «τρώω»)].