Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
μισόβρωμος, -ον (Μ)αυτός που μισεί τη λαιμαργία, την απληστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -βρωμος (< βρῶμος < βιβρώσκω «τρώω»)].