Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
μισόκακος, -ον (Α)αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κακός (πρβλ. φιλόκακος, χαιρέκακος].