μισόκακος

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

μισόκακος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κακός (πρβλ. φιλόκακος, χαιρέκακος].