μισόκακος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

μισόκακος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κακός (πρβλ. φιλόκακος, χαιρέκακος].