μισόφροντις

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

German (Pape)

[Seite 192] ιδος, die Sorgen hassend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὰς φροντίδας, Συνέσ. 250Α.

Greek Monolingual

μισόφροντις, -ιδος, ό, ή (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει τις φροντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φροντίς, -ίδος (πρβλ. πολύφροντις)].