μισόφροντις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
[Seite 192] ιδος, die Sorgen hassend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὰς φροντίδας, Συνέσ. 250Α.
Greek Monolingual
μισόφροντις, -ιδος, ό, ή (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει τις φροντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φροντίς, -ίδος (πρβλ. πολύφροντις)].