μνηστή

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source

German (Pape)

[Seite 195] ἄλοχος, s. μνηστός.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστή: ἡ, ἰδὲ μνηστός,

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνηστή)
αυτή που έχει δεσμευτεί με κάποιον με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιαστικιά
μσν.-αρχ.
θηλ. του μνηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μνηστός.