μοιρονομία

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

η
η διαίρεση τών γωνιομετρικών οργάνων σε μοίρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης» + -νομία (< -νόμος < νέμω), πρβλ. προνομία].