μοιχολέτης

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek (Liddell-Scott)

μοιχολέτης: -ου, = ὁ μοιχῶν ὀλετήρ, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 89Α.

Greek Monolingual

μοιχολέτης, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα, μοιχοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. θηρολέτης].