μολυντήρι

Greek Monolingual

το
ζωολ. κοινή ονομασία ενός από τα τρία γνωστά στην Ελλάδα είδη γκέκου, μικρόσωμων σαυρών της οικογένειας geckonidae, αλλ. σαμιαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. κολλητήρι)].