μολύβα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

μολύβα, ἡ (Μ)
μολύβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβιον + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-ιον: καλύβ-α].