μονοατομικός

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

και μονατομικός, -ή,-ο
φυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο)- + ατομικός)].