μονοσιτώ

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

μονοσιτῶ, -έω (Α) μονόσιτος
1. τρώγω μόνο μία φορά την ημέρα
2. τρώγω μόνος, χωρίς συντροφιά.