ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
μονοσιτῶ, -έω (Α) μονόσιτος1. τρώγω μόνο μία φορά την ημέρα2. τρώγω μόνος, χωρίς συντροφιά.