μονοχεριάρι

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

επίρρ. με το ένα μόνο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χέρι].