μονόκαρπος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
βοτ. (για φυτά μονοετή ή διετή) αυτός που καρποφορεί μία μόνο φορά στη ζωή του.