μοσχοχόρταρο

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

και μοσκοχόρταρο, το
κοινή ονομασία του φυτού Τεύκριον το κίτρινον.