κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
η (Μ μουστάκα)μεγάλο μουστάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + μεγεθ. κατάλ. -α]·