μουστάκα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η (Μ μουστάκα)
μεγάλο μουστάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + μεγεθ. κατάλ. -α