μουστάρδα

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

η
καρύκευμα που παρασκευάζεται από τα καυτερά στη γεύση σπέρματα ορισμένων φυτών της οικογένειας σταυρανθή ή βρασσικίδες κ.ά. υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostarda].