μουστάρδα

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

η
καρύκευμα που παρασκευάζεται από τα καυτερά στη γεύση σπέρματα ορισμένων φυτών της οικογένειας σταυρανθή ή βρασσικίδες κ.ά. υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostarda].