μουστόγρια

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

η
(υβριστικά) γυναίκα πολύ προχωρημένης ηλικίας και πολύ ζαρωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + γριά].