μπαλωματού
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
η (Μ μπαλωματού)
η σύζυγος του μπαλωματή
μσν.
μτφ. ρούχο επιδιορθωμένο, μπαλωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλωματής + κατάλ. -ού].