ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
η1. μικρή σφαίρα από στερεό υλικό, σφαιρίδιο2. η σφαίρα του μπιλιάρδου3. στον πληθ. οι μπίλιεςπαιδικό παιχνίδι που παίζεται με βόλους από γυαλί ή πηλό ή πέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglia < όψιμ. λατ. bilia «κορμός δέντρου»].