μπίλια

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρή σφαίρα από στερεό υλικό, σφαιρίδιο
2. η σφαίρα του μπιλιάρδου
3. στον πληθ. οι μπίλιες
παιδικό παιχνίδι που παίζεται με βόλους από γυαλί ή πηλό ή πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglia < όψιμ. λατ. bilia «κορμός δέντρου»].