μπιστεύω
From LSJ
Greek Monolingual
1. (ενεργ. και μέσ.) εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μπιστεμένος, -η, -ο
έμπιστος, πιστός, μπιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-πιστεύομαι].
1. (ενεργ. και μέσ.) εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μπιστεμένος, -η, -ο
έμπιστος, πιστός, μπιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-πιστεύομαι].