μποσικάρω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και μποσκάρω μπόσικος
1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω
2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος.