μπουκάρω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

1. (για πλοίο) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω ορμητικά από τη μπούκα, από το στόμιο του λιμανιού
2. (για ρευστά) εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο («τα νερά μπουκάρανε από την πόρτα»)
3. (για έμψυχα) εισορμώ αιφνίδια («μπουκάρανε οι αστυνομικοί και τους έπιασαν»)
4. (για ιστία πλοίου) φουσκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπούκα «στόμιο» ή από ιταλ. boccare].