μπρατσωμένος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-η, -ο
(για πρόσ.) μυώδης, χειροδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπράτσο, μέσω ενός αμάρτυρου μπρατσώνω].