μπρατσωμένος

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

-η, -ο
(για πρόσ.) μυώδης, χειροδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπράτσο, μέσω ενός αμάρτυρου μπρατσώνω].