μπόι

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

το
1. ύψος, ανάστημα ανθρώπου («το παιδί ρίχνει μπόι» — το παιδί ψηλώνει, αυξάνεται)
2. το μέσο ύψος του ανδρικού αναστήματος που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης («το δέντρο αυτό είναι πέντε μπόγια ύψος»)
3. καθεμιά από τις όρθιες δοκούς της κάσας, του φατνώματος τών θυροφύλλων ή τών παραθυροφύλλων
4. μέτρο δυνατοτήτων και ικανοτήτων ενός ατόμου («δεν φτάνει το μπόι σου ώς εκεί»)
5. φρ. «σα δεν ντρέπεσαι το μπόι σου» — θα έπρεπε να ντρέπεσαι γι' αυτά που κάνεις στην ηλικία που είσαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boy].